Το μοντέλο φορολογικής πολιτικής που ακολουθεί η χώρα έχει πλήρως χρεοκοπήσει. Η φορολογική πολιτική δημιουργεί κίνητρα ή αντικίνητρα σε άτομα και επιχειρήσεις. Η φορολογία αποτελεί τμήμα του κόστους της οικονομίας ενός κράτους. Η αυξημένη φορολογία αφαιρεί από την οικονομία τα κεφάλαια που της είναι απαραίτητα για να αναπτυχθεί, περιορίζει την αποταμίευση και αποτελεί εμπόδιο στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Αρθουρ Λάφερ απέδειξε με την περίφημη καμπύλη του, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι, όταν το κράτος αυξάνει τους φορολογικούς συντελεστές του από κάποιο ανεκτό ποσοστό και πέρα, τα δημόσια έσοδα μειώνονται. Οι φορολογούμενοι δεν έχουν κίνητρο να αυξήσουν ούτε το εισόδημά τους ούτε το επενδυτικό ρίσκο τους και αναζητούν νόμιμους ή μη νόμιμους τρόπους να αποφύγουν την πληρωμή των φόρων. Οσο μεγαλύτερη είναι η αφαίμαξη των εισοδημάτων από το κράτος, τόσο ισχυρότερο και περισσότερο απενοχοποιημένο είναι το κίνητρο της φοροδιαφυγής. Οι φόροι θα πρέπει να επιβραβεύουν, κατά τον Ανταμ Σμιθ, την «ενιαία, καθαρή και αδιάκοπη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία Εκθεση Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Report) του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum, η υψηλή φορολογία με ποσοστό 20,3% καταγράφεται ως ο πρώτος λόγος για να μην επενδύσει κανείς στην Ελλάδα και αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας βάσει των τελευταίων δημοσιευμένων στοιχείων της ΑΑΔΕ, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση (effective tax rate) των εισοδημάτων άνω των 42.000 ευρώ, εάν συνυπολογιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές, υπερβαίνει το 65%. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτουν ακόμη τα εξής:
• Οτι ο αριθμός των φορολογουμένων με ατομικό φορολογητέο εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000 ευρώ μειώθηκε το 2015 σε σχέση με το 2010 κατά 45% περίπου.
• Οτι μόλις το 20% των φορολογουμένων πλήρωσε σχεδόν το 90% του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Συνεπώς το κύριο βάρος των άμεσων φόρων επωμίζεται μια πολύ μικρή, ιδιαίτερα ικανή και παραγωγική κατηγορία πολιτών.
Επίσης, από τη μελέτη του ΚΕΦΙΜ με τίτλο «Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας» προκύπτει ότι το 2018 οι φορολογούμενοι σταματούν να εργάζονται για το κράτος και εργάζονται πλέον για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες στις 18 Ιουλίου. Η αντίστοιχη ημέρα το 2017 ήταν η 6η Ιουλίου.
Αυτός ο παραλογισμός, ο οποίος καταστρέφει κάθε κίνητρο δημιουργίας και προόδου και δρα αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε επένδυση, δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζουμε την άμεση μείωση των φόρων και την καθιέρωση στη φορολογία εισοδήματος ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat tax), ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 15%-20%. Η θέσπιση ενιαίου φορολογικού συντελεστή συνιστά επιβράβευση και όχι τιμωρία της οικονομικής δραστηριότητας. Επιβραβεύοντας τους πιο παραγωγικούς πολίτες, το μέτρο θα ενθάρρυνε τη νόμιμη απόκτηση πλούτου, τις επενδύσεις και την αποταμίευση. Για την οικονομία η αντικατάσταση του συστήματος της προοδευτικής φορολογίας με έναν ενιαίο φορολογικό συντελεστή, σε συνδυασμό βεβαίως με άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα είχε ως αποτέλεσμα την εντυπωσιακή αύξηση του εγχωρίου προϊόντος, την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε τραπεζικό δανεισμό και επενδυτικά κεφάλαια, νέες επενδύσεις, την αποτελεσματικότερη είσπραξη του φόρου εισοδήματος και την ενίσχυση της φορολογικής συνείδησης των πολιτών. Επιπλέον, η απλοποίηση του συστήματος θα εξοικονομούσε τεράστιους πόρους για τους πολίτες και το Δημόσιο.
Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν γίνεται με παραμετρικές αλλαγές του υπάρχοντος χρεοκοπημένου φορολογικού μοντέλου. Προϋποθέτει ριζοσπαστικές και θαρραλέες μεταρρυθμίσεις με κέντρο την οικονομική ελευθερία και τον δραστικό περιορισμό του κράτους Λεβιάθαν.
* Ο κ. Τάσος Αβραντίνης είναι νομικός, μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΦΙΜ.
** Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του ΚΕΦΙΜ.