Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η μείωση των φόρων όταν συνοδεύεται από αντίστοιχη ή μεγαλύτερη περικοπή δαπανών είναι η σημαντικότερη απόφαση για μια χώρα που βρίσκεται σε μακροχρόνια οικονομική ύφεση. Μόνο τότε μπορεί να αυξηθεί το παραγωγικό κίνητρο για εργασία και επενδύσεις πολιτών και επιχειρήσεων, να μειωθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθεί η απασχόληση. Το εισόδημα του πολίτη κατανέμεται μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης. Η μεγάλη και εξοντωτική φορολογία είναι η βασική αιτία περιορισμού και των δύο. Όσο περιορίζονται η κατανάλωση και η αποταμίευση μικραίνει η οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ουίλιαμ Γλάδστων ‒κορυφαίος πολιτικός της Μεγάλης Βρετανίας το 19ο αιώνα, ο οποίος υπήρξε πολέμιος του μεγάλου κράτους και της υψηλής φορολογίας‒, συνήθιζε να παρουσιάζει στους ακροατές του δύο πακέτα. Το μικρό αντιπροσώπευε την ποσότητα των αγαθών την οποία θα αγόραζε ο πολίτης με τον υψηλότερο φόρο, ενώ το μεγάλο εκείνη που θα αγόραζε όταν ο φόρος θα είχε μειωθεί.
Ο Γλάδστων υποστήριζε ότι η φορολογία είναι απαραίτητο κακό όταν είναι χαμηλή, αλλά όταν οι συντελεστές της υπερβαίνουν κάποια όρια τότε αυτή γίνεται τυραννία και ελάχιστα διαφέρει από τη δήμευση. Ο ιδανικός κυβερνήτης κατ’ αυτόν θα έπρεπε να τηρεί απαρέγκλιτα τις αρχές της φορολογικής πολιτικής του Άνταμ Σμιθ, οι οποίες εν συντομία έχουν ως εξής:
1. Οι πολίτες ενός κράτους οφείλουν να συνεισφέρουν στις δαπάνες της κυβέρνησης όσο είναι δυνατόν στον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, κατ’ αντιστοιχία δηλαδή του εισοδήματος του οποίου απολαύουν υπό την προστασία του κράτους.
2. Ο φόρος που πρέπει κάθε φορολογούμενος να πληρώσει πρέπει να είναι ορισμένος και όχι αυθαίρετος. Η μορφή, η προθεσμία και ο τρόπος πληρωμής, καθώς και το ποσοστό του φόρου, πρέπει να είναι εκ των προτέρων γνωστά τόσο στον φορολογούμενο όσο και σε οποιονδήποτε τρίτο.
3. Ο φόρος πρέπει να εισπράττεται κατά τον πλέον πρόσφορο για τον φορολογούμενο τρόπο και χρόνο, και
4. Κάθε φόρος πρέπει να είναι έτσι νομοθετημένος ώστε τα έξοδα της εισπράξεως αυτού να περιορίζονται στο ελάχιστο.
Η πρώτη αρχή καθιερώνει την καθολικότητα του φόρου και εξασφαλίζει τη φορολογική δικαιοσύνη (αρχή του Πανδήμου). Η δεύτερη τη βεβαιότητα του φόρου. Η τρίτη την προσφορότητα του φόρου. Η τέταρτη αρχή αποσκοπεί στο να εισέρχεται στο δημόσιο ταμείο ως καθαρό έσοδο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσό αφαιρείται από τους πολίτες και να μην κατασπαταλάται ο μόχθος των πολιτών από τους μηχανισμούς και τη γραφειοκρατία του αδηφάγου κράτους (Αρχή της Ευθηνίας).
Η παραβίαση των παραπάνω αρχών, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι εδώ και διακόσια και πλέον χρόνια αποτελούν τη διακήρυξη των δικαιωμάτων των φορολογουμένων και έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμπεριληφθεί στα Συντάγματα των προηγμένων κρατών, έχει ως συνέπεια την υπονόμευση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος και την άμβλυνση της φορολογικής τους συνείδησης.
Τις παραπάνω αρχές δυστυχώς αγνοούν οι Έλληνες πολιτικοί στη συντριπτική πλειονότητά τους, ενώ τις παραβιάζει συστηματικά το ελληνικό κράτος. Τόσο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης όσο και στην υπαλληλία του Υπουργείου Οικονομικών πιστεύουν ότι με την εξοντωτική φορολογία στο εισόδημα, στην περιουσία και στην κατανάλωση θα επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη.
Το να πιστεύεις ότι συρρικνώνοντας το εισόδημα των πολιτών θα βελτιώσεις την εθνική οικονομία είναι σαν να πιστεύεις ότι μειώνοντας το κεφάλαιο μιας επιχείρησης θα αυξήσεις τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη της.
Αποτελεί πλέον «παγκόσμια σταθερά» ότι η δραστική μείωση των πάσης φύσεως φόρων σε συνδυασμό με την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αλλοδαπών επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων μεγάλου εισοδήματος και την επιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Δυστυχώς η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ δείχνει ότι η Ελλάδα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από όλες τις υπόλοιπες προηγμένες χώρες, μέλη του και μη. Χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ρουμανία, η Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.ο.κ. μειώνουν τους φόρους για να επιτύχουν μεγαλύτερη ανάπτυξη. Για να αντιληφθεί κανείς τη διαφορά και το τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται στην ελληνική οικονομία, ο φόρος στην επιχειρηματική δραστηριότητα στις γειτονικές μας χώρες είναι: Σερβία 15%, Σλοβενία 19%, Βουλγαρία 10%, Κύπρος 12,5%, Ρουμανία 16%, Βοσνία-Ερζεγοβίνη 10%, πΓΔΜ 10%. Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και με τους φορολογικούς συντελεστές στο εισόδημα των φυσικών προσώπων αλλά και με τα φορολογικά κίνητρα που θεσπίζουν οι γειτονικές μας χώρες για όσες εταιρείες και φυσικά πρόσωπα επιλέξουν αυτές για τη φορολογική τους κατοικία.
Η πρόχειρη δικαιολογία για το γεγονός ότι η Ελλάδα διαφοροποιείται από όλες τις άλλες χώρες είναι σύμφωνα με την κυβέρνηση η ανάγκη δημοσιονομικής προσαρμογής. Δημοσιονομική προσαρμογή που δεν στηρίζεται όμως στη δραστική περικοπή των δαπανών, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια για την πραγματική οικονομία αλλά στην υπέρμετρη αύξηση των φόρων είναι καταστροφική. Η ζημιά που έχει προκληθεί στην οικονομία από την άφρονα επιλογή της εξοντωτικής φορολογίας είναι πολλαπλάσια του οφέλους της όποιας δημοσιονομικής εξυγίανσης. Με τους υψηλούς φόρους περιορίστηκε η εγχώρια παραγωγή, προκλήθηκαν παρατεταμένη ύφεση, επενδυτική καχεξία, ανεργία και εξουθενώθηκε ο ιδιωτικός τομέας στον οποίο και μόνο μπορεί να στηριχθεί η ανάπτυξη.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κάποια στιγμή συνειδητοποιήσουμε ότι φορολογία και ανάπτυξη είναι δύο ασύμβατα πράγματα.
Πηγή: Liberal