Του Πέτερ Γκάνεφ*
Ενώ στο ΙΜΕ έχουμε αναδείξει τα θετικά αποτελέσματα της συμμετοχής της Βουλγαρίας στην ΕΕ εδώ και πάνω από 10 χρόνια, ταυτόχρονα μας ανησυχούν ολοένα και περισσότερο κάποιες πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο να απομακρύνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση από τις ιδρυτικές της αρχές. Μια τέτοια είναι η πρόταση για την “διερεύνηση των τρόπων με τον οποίων η λήψη αποφάσεων στην ΕΕ σχετικά με συγκεκριμένα φορολογικά ζητήματα θα μπορούσε να επιταχυνθεί αφαιρώντας την ανάγκη για ομόφωνη συνεργασία όλων των χωρών”.
Παρουσιάζουμε εδώ τους λόγους για τους οποίους διαφωνούμε έντονα μ’ αυτή την πρόταση. Όλα τα παραθέματα είναι από τον Οδικό Χάρτη που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι “από την Συνθήκη της Ρώμης (1958), οι αποφάσεις που αφορούν τη φορολογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνονται ομοφώνως” και ότι “η φορολογία είναι το τελευταίο πεδίο πολιτικής όπου η ομοφωνία είναι ο μοναδικός κανόνας”. Αυτός ο βασικός κανόνας αντανακλά το γεγονός ότι η εθνική κυριαρχία στην ΕΕ επί θεμάτων φορολογίας είναι πλήρως εγγυημένη.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί κανείς να επιβάλει πανενωσιακούς κανόνες φορολόγησης (ακόμη και σε ό,τι αφορά τους συγκεκριμένους συντελεστές, τη φορολογική βάση, τη φορολογική δομή κλπ) χωρίς όλες οι χώρες να συμφωνήσουν σ’ αυτούς τους κανόνες. Αυτή είναι μια θεμελιώδης και κομβική αρχή για την Ένωση που επιτρέπει την ύπαρξη του φορολογικου ανταγωνισμού. Πιστεύουμε ότι ο φορολογικός ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά σημαντικός εντός της ενιαίας αγοράς για να πιέζει τις εθνικές αρχές να έχουν μια αποτελεσματική και ανταγωνιστική φορολογική πολιτική.
Αντιθέτως, αν προχωρήσει η περαιτέρω φορολογική εναρμόνιση, τα κράτη μέλη θα χάσουν το κίνητρο να βελτιώσουν τα φορολογικά τους συστήματα και τους κανόνες τους ως προς την ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα, αλλά αντιθέτως θα βασίζονται στην ΕΕ για να επιβάλλει πανενωσιακούς κανόνες και ρυθμίσεις στο πεδίο αυτό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η φορολογική εναρμόνιση δεν είναι εφικτή σε συγκεκριμένα πεδία, όπως στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Υπάρχουν κοινοί κανόνες που αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο της ΕΕ και είναι εξαιρετικά συγκεκριμένοι, περιλαμβάνοντας κανόνες για τους συντελεστές, τη δομή, την ελάχιστη επιβάρυνση και ούτω καθεξής.
Όλες οι χώρες έχουν συμφωνήσει σ’ αυτούς τους κανόνες και τους εφαρμόζουν. Η Βουλγαρία και κάποια άλλα νέα κράτη μέλη έχουν γνωρίσει διάφορες αρνητικές επιπτώσεις από την πολύ γρήγορη εφαρμογή αυτών των κανόνων (για παράδειγμα την καταγεγραμμένη έκρηξη της παράνομης αγοράς τσιγάρων ως αποτέλεσμα ενός πραγματικού σοκ στον ειδικό φόρο κατανάλωσης το 2010).
Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι ένα πεδίο όπου τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν μια κοινώς συμπεφωνημένη πολιτική φορολογικής εναρμόνισης που λειτουργεί σε ό,τι αφορά την εφαρμογή πολιτικής.
Με έκπληξη διαβάσαμε ότι ένας από τους κύριους στόχους αυτής της πρότασης είναι να επιτρέψει την “αποτελεσματικότερη νομοθέτηση στο πεδίο της φορολόγησης” καθώς “η ομοφωνία στην φορολόγηση είναι ένα εμπόδιο στην αποτελεσματική λήψη αποφάσεων”. Φαίνεται ότι δεν συζητάμε φορολογικές πολιτικές και τα αποτελέσματά τους, αλλά μόνο διοικητικά ζητήματα μιλώντας για την αφαίρεση κάποιων “εμποδίων” στην φορολογική εναρμόνιση.
Η πρόταση φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι, ενώ υπάρχουν πολλά παραδείγματα φορολογικής εναρμόνισης - “κοινούς κανόνες βάσης για την ΦΠΑ, ελάχιστοι συντελεστές σε προϊόντα που επιβαρύνονται με ειδικό φόρο κατανάλωσης, ή κανόνες για την αποφυγή της διπλής φορολογίας των εταιρειών” αυτοί συμφωνήθηκαν “σε μια χρονική στιγμή όπου υπήρχαν λιγότερα κράτη μέλη και έτσι η ομοφωνία ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί”.
Φαίνεται ότι, βάσει αυτής της λογικής, τα νέα κράτη μέλη δεν θεωρούνται ισότιμα στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, αλλά ως “εμπόδια”.
Πιστεύουμε ότι η ενδεχόμενη κατάργηση της ομοφωνίας έχει ως ξεκάθαρο στόχο την άμεση φορολόγηση - τη φορολόγηση των κερδών και του εισοδήματος, κι αυτό αντιτίθεται στον φορολογικό ανταγωνισμό. Δεν μπορεί να υπάρχει φορολογικός ανταγωνισμός αν μια πλειονότητα κρατών που δεν είναι ανταγωνιστικά λόγω των δικών τους δημοσιονομικών ζητημάτων, μπορεί να επιβάλλει κανόνες σε άλλες χώρες, οι οποίες είναι δημοσιονομικά υγιείς και μπορούν να προσφέρουν καλύτερες φορολογικές συνθήκες σε εργαζόμενους και εταιρείες.
Κατά τη γνώμη μας, δεν είναι η “ομοφωνία στην φορολόγηση” που αντιτίθεται στην αποτελεσματικότητα της Κοινής Αγοράς, αλλά ακριβώς αυτού του είδους οι προτάσεις που περιορίζουν τον φορολογικό ανταγωνισμό. Είναι επίσης πολύ σαφές ότι τελευταία χρόνια η φορολογική πολιτική της ΕΕ έχει ως στόχο τη μείωση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων διάφορων χωρών (της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας, της Κύπρου και σε μικρότερο βαθμό της Βουλγαρίας) που έχουν καταφέρει να προσελκύσουν μεγάλες ξένες επενδύσεις, ιδίως στο πεδίο των τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, λόγω των ευνοϊκών φορολογικών τους κανόνων.
Αν καταργηθεί η ομόφωνη λήψη των αποφάσεων, τότε πιθανότατα θα χαθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μικρότερων και πιο φιλελεύθερων οικονομιών.
Κρίνοντας από την πρόταση, θέλουμε να υπενθυμίσουμε τους λόγους για τους οποίους ο φορολογικός ανταγωνισμός είναι επωφελής για την οικονομία της ΕΕ. Δεν είναι μια προσπάθεια να πειραχθεί ή να υπονομευθεί μια κάποια φαντασιακή ισότητα - αντιθέτως, επιτρέπει τις χώρες να προσφέρουν τις καλύτερες συνθήκες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις τους, ενώ η φορολογική εναρμόνιση τις εμποδίζει από το να το κάνουν.
Η ΕΕ συνεπώς θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στην προσπάθειά της να τροποποιήσει τις ισχύουσες συνθήκες και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς μπορεί έτσι να βλάψει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της ΕΕ συνολικά.
Πιστεύουμε ότι για να ευημερήσει η ΕΕ ως μια πολιτική, οικονομική και κοινωνική δομή, χρειάζεται περισσότερη ανταγωνιστικότητα - και στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής - σεβασμό της κυριαρχίας και επιδίωξη της ομόφωνης συμφωνίας όταν αναζητούνται λύσεις σε σημαντικα ζητήματα. Πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και προσπαθούν να παρακάμψουν τις συνήθεις διαδικασίες, όπως αυτές καταγράφονται στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίκεινται στις κοινές αξίες της ΕΕ.
--
Ο Πέτερ Γκάνεφ είναι ερευνητής στο ΙΜΕ, την πρώτη και παλαιότερη ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης στη Βουλγαρία, που έχει ως στόχο την ανάπτυξη και προώθηση λύσεων που βασίζονται στην αγορά σε προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες της Βουλγαρίας και η ευρύτερη περιοχή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Ιανουαρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.
Αναδημοσίευση από liberal.gr