Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η αναβολή της προγραμματισμένης εξόδου στις αγορές έστω και με την έκδοση πενταετούς αντί δεκαετούς ομολόγου σηματοδοτεί με τον πιο εύγλωττο τρόπο το αδιέξοδο της ελληνικής οικονομίας. Οι διεθνείς αγορές διαπιστώνουν το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας είναι μικρότερος από τα επιτόκια δανεισμού κι αυτό εάν συνδυαστεί με το ύψος του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ καθορίζει την αρνητική δυναμική του χρέους μας.
Το χειρότερο είναι όμως ότι οι επιμέρους δείκτες των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας δεν επιτρέπουν αισιοδοξία ότι μπορεί να παραμείνει πλεονασματικό για πολλά χρόνια το πρωτογενές ισοζύγιο της οικονομίας. Οι αξίες που επενδύονται στην ελληνική οικονομία ως πάγιο κεφάλαιο έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2008 περίπου στο μισό (12,5%) και υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βρέθηκαν κάποια στιγμή σε μνημόνιο (Ιρλανδία 23%, Κύπρος 21%, Πορτογαλία 16,5%). Ταυτοχρόνως οι συνολικές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία δεν ξεπερνούν τα τελευταία χρόνια τα 21-22 δισ. €, όταν οι αντίστοιχες αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου φθάνουν περίπου τα 30 δισ. € ετησίως.
Σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει ότι το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας μας μειώνεται διαρκώς. Οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας δεν πρόκειται όμως ποτέ να αυξηθούν, όσο στο πόδι της οικονομίας είναι δεμένη η «σιδερένια μπάλα» του κρατισμού, που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά της. Βαριά φορολογία, γραφειοκρατία, πολυνομία, αστάθεια θεσμικού περιβάλλοντος, εχθρική αντιμετώπιση επενδυτών, κλειστά επαγγέλματα, καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης συνιστούν μερικές μόνο από τις επιμέρους εκφράσεις του κρατισμού, οι οποίες υπονομεύουν την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Το 2017 οι άμεσες ξένες επενδύσεις διεθνώς άγγιξαν το 1,5 τρισ. €. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις μάς δείχνουν ποιες χώρες εμπιστεύονται τα επενδυτικά κεφάλαια και ποιες όχι. Αποτελούν έναν σημαντικό δείκτη της οικονομικής και θεσμικής κατάστασης ενός κράτους. Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι στην Ελλάδα το 2017 εισέρρευσαν περίπου 4 δισ. $ άμεσες ξένες επενδύσεις, δηλαδή περίπου το 2% του ΑΕΠ, όταν τα αντίστοιχα ποσά για την Ιρλανδία ανήλθαν σε 29 δισ. $ ή ποσοστό 8,7% του ΑΕΠ, για την Κύπρο 3,8 δισ. $ ή ποσοστό 17,6% του ΑΕΠ και για την Πορτογαλία 6,7 δισ. $ ή ποσοστό 3% του ΑΕΠ. Η Κύπρος και η Ιρλανδία είναι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες που προσελκύουν ξένες επενδύσεις.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι λόγοι είναι προφανείς· στην Κύπρο και την Ιρλανδία ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων είναι 12% και 12,5% αντίστοιχα και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 21,8%. Στην Ελλάδα πανηγυρίζουμε γιατί από 29% η κυβέρνηση τον μείωσε στο 28%. Ακόμη, σε όλες τις εκθέσεις των διεθνών οργανισμών η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από την Κύπρο και την Ιρλανδία στα κεφάλαια της απελευθέρωσης των αγορών, της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας της απονομής της Δικαιοσύνης, της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας, της αξιολόγησης, της διαφάνειας του Δημοσίου κ.λπ.
Επαναλαμβάνω ότι ο δραστικός περιορισμός του κράτους, η εφαρμογή ενός εκτεταμένου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ή αναθέσεων αρμοδιοτήτων στον ιδιωτικό τομέα και η θεσμική προστασία των ξένων επενδύσεων είναι προϋπόθεση για να αναστραφεί η δυναμική του χρέους και η χώρα να επιστρέψει κανονικά στις αγορές.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 25/1